Στα άσπρα του πυκνά μαλλιά Χόρευε ο ήλιος. Μικρός, τότε, κι ανύποπτος Εγώ, ακροατής. Για κακουχίες μου μίλαγε Για το γενναίο αντάρτικο Για κρύες εξορίες. Πίσω του φως πλημμύριζε... Λάμψη από τζαμαρίες.
"Aυτά που τρως, θα σου τρυπήσουν το στομάχι..." Είπε ο γιατρός. Έκλεισε απότομα το άσπρο φως. Ύστερ' ακούστηκε εμφατικός: "Μα πιο πολύ, αυτά που βλέπεις!"
Η ποίηση δεν είναι μια "έννοια διάχυτη..." Είναι τέχνη πηγαία, μα και τεχνική. Είναι συγκεκριμένη, όσο και το βίωμα. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να μιλά εξ ονόματός της; Πολλώ δε μάλλον, να λαμβάνει βραβεία για λογαριασμό της; Ή να την "παραδίδει" σε πακεταρισμένα δέματα... Σα φάρμακο δια πάσαν νόσον;
Πέρασ' η εφηβεία Ως την ενηλικίωση Μ' υπόγεια καλωδίωση. Στα λίγα ενθύμια... Kασέτα απ' τα πανεπιστήμια. "Λιώσιμο" ατέλειωτο... Σε playlist Στέρεο Νόβα.
Αυτή η πόλη όλο σαπίζει Αργά αργά αλλά σταθερά Συθέμελα ως τα βάθη τρίζει Παλιά φαντάσματα ξυπνά. Ως και ο ουρανός εδώ μας φτύνει Τους ζωντανούς δε συμπαθεί Με ένα τεράστιο μαύρο πέπλο Έχει τυλίξει τη βροχή. Καταραμένη υγρασία Καταβροχθίζεις τους πεζούς Καταβροχθίζεις τους διαβάτες Καταβροχθίζεις τους νεκρούς.