vaxkikon# 28

Αθανάσιος Χριστόπουλος, Προπάντων βακχικός!







Τρύγος πρόσχαρα προβαίνει
Εορτάζ’ η οικουμένη
Η φλογέρα αχολογάει.
Το φθινόπωρο βοίζει 
Χορευτά πανηγυρίζει
Και τ’ αμπέλια του τρυγάει.

Πρόκειται για την πρώτη στροφή από το ποίημα Φαγοπότι του Αθανάσιου Χριστόπουλου, ανθολογημένο στα Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου (πριν την ανανέωση, στο -αδικημένο- μικρής φόρμας βιβλίο, που κι εγώ διδάχθηκα). Πόσοι, αλήθεια, φιλόλογοι έκαναν τότε τον κόπο να αφιερώσουν λίγο διδακτικό χρόνο στο συγκεκριμένο;

Παρόμοια ποιήματα σπάνια βρίσκουν θέση στο αναλυτικό πρόγραμμα. Προέχουν τα σπουδαία... ή όσα θα ζητηθούν -ας μην ξεχνιόμαστε- στις εξετάσεις. Αλλά τι μας λέει το ποίημα;

«Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν», θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει σε μια φράση ή πάλι με τα λόγια του ποιητή (στο ποίημα «Φροντίδες»):

Το λοιπόν, γιατί φροντίδες;
Γιατί φόβοι και ελπίδες;
Γιατί τόση ταραχή;
Φάγε, πιέ, στη γη τανύσου
Με τον Έρωτα κοιμήσου
Να φροντίδα μοναχή!

Απλό; Ουδόλως! Ο Χριστόπουλος, ένας λόγιος της εποχής του, ένας Πανεπιστήμων, με σπουδές νομικής, φιλοσοφίας, ιατρικής, φυσικών επιστημών, αλλά και υψηλά αξιώματα (δικαστής και σύμβουλος των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας), γνώρισε τη φήμη μέσα από τα Λυρικά του ποιήματα, αφιερωμένα στον έρωτα, την ανεμελιά και τη διασκέδαση. Τόση μάλιστα ήταν η φήμη του, ώστε να χαρακτηριστεί «Νέος Ανακρέων». Ο δε Σολωμός έμαθε κι αγάπησε τα ελληνικά μέσα από τη συγκεκριμένη συλλογή, ενώ, πολλά χρόνια αργότερα, ο Καβάφης, σε ένδειξη θαυμασμού, θα γράψει (χαμένο πια) ποίημα που έφερε ως τίτλο το ονοματεπώνυμό του. Στο ποίημα «Θέληση» ομολογεί απερίφραστα:

Πλούτον δεν θέλω
Δόξαν δεν θέλω
Ούτ’ εξουσίαν
Ποτέ καμίαν.

Αν μη τι άλλο, αυτό κάτι πρέπει να μας διδάσκει... αν και οι στροφές του Χριστόπουλου στερούνται οποιουδήποτε διδακτισμού και βρέθηκαν πολύ μπροστά από την εποχή τους, καθώς «οι σύντομοι στίχοι και οι απλοί τους ρυθμοί χαρίζουν στα ποιήματα μια γοργή κίνηση που συνταιριάζεται ωραία με το οικείο και κουβεντιαστό ύφος τους», όπως τόσο παρατηρητικά σημειώνει ο Ν. Γ. Πεντζίκης.

Ο παιχνιδιάρικος τόνος, οι συχνές ερωτήσεις, οι αποστροφές, το χιουμοριστικό ύφος σε συνδυασμό με τη διαρκή επίγνωση της ματαιότητας, είναι χαρακτηριστικά μιας ποίησης πολύ υστερότερης, και πάντως αρκετά διαφορετικής, που όμως οφείλει πολλά σε αυτόν τον οξυδερκή και ευαίσθητο πρόδρομό της. Εδώ πάλι από το ποίημα «Φροντίδες»:

Τι με μέλλει, τι φροντίζω; 
Κι αν φροντίζω, τι ελπίζω; 
Και τι τάχα καρτερώ; 
Να πηδήξω, να πετάξω 
Το μελλούμενο ν’ αλλάξω 
Παντελώς δεν ημπορώ.

Τα ποιήματα του Χριστόπουλου, όπως όλα τα ποιήματα που έχουν κάτι να πουν, στέκονται χρήσιμο μάθημα για την καταχνιά που βιώνουμε: να επανεκτιμήσουμε όλα όσα έχουν αξία πραγματική στη ζωή, αναπροσαρμόζοντας έτσι και τη στάση μας απέναντι στον άλλον. Χωρίς μισαλλοδοξίες κι ανόητους φανατισμούς. Χωρίς το άγονο κυνήγι του ανθρωποκτόνου κέρδους και της «αυτο-επιβεβαίωσης». Μάλλον πολύ αψήφιστα (νομίσαμε ότι) τον προσπεράσαμε τότε...


Φλεβάρης '23

Φλεβάρης '23
κλικ στην εικόνα

διαβάζεται και online (κλικ στην εικόνα)

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

αυτοπορτραίτο

με τον ουρανό

θέλω να γίνω ποιητής

χρόνοι

αυτοανθολογούμενος