Kάπου βαθιά μέσα μου ζει η ποίηση. Σαν ιοβόλο ερπετό στη ρίζα ενός πεθαμένου δέντρου ξεχειμωνιάζει. Προειδοποιούν οι τεθλασμένες πάνω στη ράχη της. Κι εκείνος ο δυσοίωνος συριγμός. Φυλάξου όταν ξυπνά. 1/6/2025 Στο Tρένο Της Ποίησης
Περνούν ταινία από μπροστά σου οι εποχές. Τα χρώματα κάπως ξεθωριασμένα. Τα πρόσωπα ανύποπτα στο χθες. Σε ποιο σενάριο και σκηνοθέτη υποταγμένα; Περνούν ταινία από μπροστά σου οι εποχές. Και ο τροχός γυρίζει μες στα φώτα. Τα συγκρουόμενα πετούν φωτιές. Μα τίποτα δε νιώθεται σαν πρώτα.
Τρέμει ο ποιητής μη βγουν οι λέξεις του αληθινές. Σε χαρακώνουν στο πρόσωπο. Τις πασπαλίζεις αλάτι. Πληγές κακοφορμισμένες που μένουν ανοιχτές. Χειρότερο μαστίγιο απ' την πραγματικότητα όσα δεν είδες ακόμα..
Παίρνω το δρόμο των ανατολικών τειχών. Ένα μουρμουρητό με συνοδεύει -- διηγήσεις για παλιά χέρια. Σκιές περιφέρονται αμίλητες. Λιωμένα μάρμαρα, σπείρες ακατανόητες. "Ενοικιάζονται φοιτητικές γκαρσονιέρες". Κατηφορίζω αργά προς τη θάλασσα. Άνθρωποι με μάτια από ομίχλη, κύματα από κρύσταλλο και θλίψη.
Πάμε, ρε πατέρα να μου ξαναπάρεις εκείνο το ποδήλατο, το βαρύ, το σοσιαλιστικό, το μαύρο με τ' ασημένια γράμματα και τα τρακτερωτά λάστιχα. Να το τσουλήσουμε ξανά σ' όλη την πόλη και να το σέρνουμε μεσημεριάτικα στην ατελείωτη ανηφόρα.