Μένει τα βράδια ξάγρυπνος να αφουγκράζεται την αναρχία του κόσμου. Κείνη την ελάχιστη ώρα βηματίζει μονολογώντας: "Μπορεί να χάνεις τον ύπνο, αλλά δεν μπορείς να χάσεις τον θάνατο."
Eίδα τον Χριστό στην Αριστοτέλους. Άστεγο κάτω απ' τις καμάρες του Εμπράρ. Πάνω σε χαρτόκουτα σκεπασμένο με νάιλον. Δεν περίμενε την ανάσταση. Δεν ξέρω αν την έβγαλε ως το πρωί. Είχε τέτοιο γαμημένο κρύο. Μια φωτιά πήρε να με καίει. Ίσως έφταιγε η παγωνιά. Ίσως η πλήρης αποτυχία του είδους μου.
Ο καθρέφτης αυτός κράτησε την παιδική μου εικόνα. Τη χαρά μου και την προσμονή πριν την εκδρομή. Τα είδωλα των μεγάλων. Είναι σαν μια οθόνη που αναμεταδίδει το παρελθόν. Με χιόνια και χωρίς ήχο. Μια οθόνη που κάποτε με καλεί απέναντι. Εκεί που βρίσκονται αγαπημένα πρόσωπα. Εκεί που ο χρόνος στέκει παγωμένος.
Οι άνθρωποι θα έπρεπε κάποτε κι αυτοί να μπαίνουν για φόρτιση. Ένα κουδουνάκι να τους ειδοποιεί ότι θα μείνουν χωρίς δυνάμεις. Ή ότι εξάντλησαν μακράν τις δυνατότητες αποθήκευσης. Ίσως έτσι να ξεφορτώνονταν τις περιττές αναμνήσεις. Κι η μπαταρία τους στο μέρος της καρδιάς κάπως να διαρκούσε. 22/1/2022 Ποιητικός Πυρήνας
Στις πλάτες τα μαγαζάκια κι από κάτω, οι υπότιτλοι. Τα επίθετα παρασυρμένα σ' έναν ξεροπόταμο. Μέχρι τις εκβολές η γη μετατοπίζεται. Την επομένη τα συνεργεία ανασύρουν τίτλους και καριέρες.
Nα σε κρατήσουν λίγο ακόμη τα μάτια μου, πριν σηκωθείς απ' το τραπέζι. Πόσον καιρό είχα να πιω έναν καφέ της προκοπής. Λες: "δες το χρώμα της θάλασσας" Συγκατανεύω: "σαν ένα με τον ουρανό"
Καθώς πεθαίνει κι ο τελευταίος που σε γνώριζε, δε μένει πίσω τίποτ' από εσένα. Σκλαβιές σε πράματα, ιδιότητες, ονόματα. Ώστε, λοιπόν, όλα πηγαίνουν στα χαμένα; 16/6/2021 Ποιείν
Τίποτα δεν περνά απέναντι. Η μάνα γη προξενήτρα του χάους. Αμέτρητες φορές θα επαναληφθείς. Τώρα λαφρύς χωρίς το βιος σου χωρίς τον χρόνο χωρίς αναφορά. 7/10/2021 Στο Τρένο της Ποίησης
Χρόνοι προς τα πίσω μ' ασαφή περιγράμματα. Μόνον εντυπώσεις απ' τα πράματα κι ούτε καν αυτές. Πυκνές καλαμιές. Ένα θολό νερό χωρίς βυθό που ολοένα βουλιάζεις.
Προκειμένου τη φήμη μου να περισώσω Κι αύριο-μεθαύριο να κάνω τον καμπόσο Το ΄χω εξετάσει σφαιρικά, όχι αστεία Μπάνικη θα βγάλω ανθολογία. Εκδότη, έναν ψωμόλυσσα που 'χω υπόψη Με χορηγία σεβαστού ιδρύματος, τιράζ θα κόψει. Όσοι ιδούν συμμετοχή, τη σκούφια θα πετάξουν Κι όσοι απ' έξω μείνουν, θα λυσσάξουν. Με τη μούρη μου φόρα παρτίδα Τιμητικά θα ξεκινά η εντός σελίδα. Εγώ είμ' ο ανθολόγος, σας γαμώ τα πρέκια Ανθυποβαλκάνιοι, χθεσινά τσουτσέκια. Κάντε ντου να την προμηθευτείτε! Aύριο ίσως θα μ' ευχαριστείτε. Θα την αποστείλω και εις όλας τας βιβλιοθήκας Μετά προίκας. 27/9/2021 Λογοτεχνία & Σκέψη
Δεν μπορείς να βάλεις σταθερά σημεία στην πόλη. Αλλάζουν συνέχεια οι προσόψεις. Καινούργιες αλυσίδες. Κάθε δρόμος σε βγάζει ξανά στον ίδιο δρόμο. Τα μνημεία; Τα τοπόσημα; Για πούλημα κι αυτά.
Mνήμη Α. Ευαγγέλου Παρατηρώ τους μεγάλους ανθρώπους. Πιάνει και σκάβει η κούραση τα πρόσωπά τους. Είναι θλιμμένα τα χαρακτηριστικά τους. Στο στόμα, στα σβησμένα μάτια όπως σταγόνα που γλύφει την πέτρα έχει επιτέλους αποτυπωθεί ο μορφασμός της παραίτησης.
Το φως ελκύει τα ψάρια, όπως τους ανθρώπους η φήμη. Κανένα ψάρι, όπως και κανένας άνθρωπος, δεν βλέπει το αγκίστρι. Κρέμεται από το στόμα τους η πετονιά.
Είμαστε οι μαθητές Είμαστε οι γραμματικές Κι είμαστε οι αριθμητικές Είμαστε οι στατιστικές Κι είμαστε αντικαταστάσεις χρονικές Είμαστε αντίλαλοι σ' αίθουσες κλειστές Μπλεγμένοι σε μια λούπα (Να επαναλαμβάνεται αενάως)
Απ' τα like που μαζεύεις, ύστερα πώς ξεπεζεύεις; Να 'τανε τα like πατάτες, να 'ταν κρέατα, σαλάτες, να 'τανε γλυκά ταψιού, π' ούτε η μάνα του παιδιού! Να 'τανε διπλοί καφέδες και καπνοί από ναργιλέδες, να 'τανε κρασιά αφρώδη, να 'ταν φρούτο, να 'ταν ρόδι. Να 'τανε τα like λωτοί, κ. Ζούκεμπεργκ, ληστή, τότε μάλιστα..
― Το παν είναι να βρεις το κοινό σου... ― Τέτοια φτηνά κόλπα είναι για το μάρκετινγκ, όχι για την ποίηση, επέμενες. Χαμογέλασα, όχι χωρίς κάποια δόση πικρίας. ― Το λάδι αυτό τηγανίστηκε και ξανατηγανίστηκε χίλιες φορές. Μετά έπεσε εξωφρενική ποσότητα αλατιού. Κάπως έτσι τα σκαταλίκια γίνονται ανάρπαστα...
Σημειώνει σβέλτα τ' όνομα με μαρκαδόρο πέρμανεντ σε πλαστικό ποτήρι. (Στριφογυριστά τα γραμματάκια της. Όπως κάποτε, Βάσω, οι καρδούλες σου στο τετράδιό μου.) Πάει ο καφές και μένει ένα άδειο πλαστικό ποτήρι μ' ένα όνομα.
Δεν βρίσκεται χώρος να τεντωθούμε και ν' απλωθούμε. Κολλητά το 'να στ' άλλο τα τσιμεντένια πόδια μας. Τι κι αν ψηλώναμε ως τον ουρανό; Τι κι αν φτερά φυτρώναν ως τα χθες στους ώμους μας; Των απείρων στιγμών την απειροελάχιστη σκόνη, που ανεπαίσθητα πάνω σ' όλα επικάθεται, το μακρύ κορδόνι των βροχών και των ξηρασιών, δεν υπολογίσαμε, που μας φυλάκισε μέσα στην πέτρα.
Ποίηση κάνεις μ' εκείνο το δρομάκι που άνοιξες το γόνατο στα χαλίκια, Ποίηση με το γιουγκοσλάβικό σου bmx στις χορταριασμένες κατηφόρες, Ποίηση με τους φίλους που βολτάρατε σ' ατέλειωτους χωματόδρομους, Ποίηση με τα παλιά σου Μίκυ Μάους που σ' έπεισαν ότι δεν κάνεις για έμπορος, Ποίηση μ' εκείνη αγκαλιά μετά το βραδινό μπάνιο, Ποίηση να της δίνεις την μπλούζα σου και να τουρτουρίζεις, Ποίηση μεθυσμένος και μπλακ άουτ με μια ένεση καφείνης, Το άλλο πρωί ξυπνάς στην ενηλικίωση.
Ανάμεσα σε χιλιάδες εξαρτήματα γρανάζια γραναζάκια βίδες βιδίτσες ελατήρια μεγεθυντικούς φακούς και λογής εργαλεία με την άσπρη του ποδιά τα γάντια τα χειρουργικά ανοίγει εντόσθια μετράει χτύπους υπολογίζει χρονισμούς κρατά αποστειρωμένα τα λεπτά τις ώρες σε φορμόλη.
Τον παίρνει ο κόσμος για τρελό αυτόν που του μιλάει η μούσα. Τις ιστορίες παιδί αγαπούσα που είχαν τέλος θλιβερό. Των μαραμένων λουλουδιών που τα φυτεύουν σ' άλλα μέρη. Των ποιητών τ' άψυχο χέρι και τις διαψεύσεις των ζωών. 31/3/2021 Στάχτες
"Για να σε δω, Μαρικάκι, όλο το βράδυ ταξίδευα στην κεραία ενός φορτηγού", είπε στη γιαγιά μου η ψυχή της μάνας της. Και βουρκωμένα τα μάτια της, όταν χαράματα σηκώθηκε να βράσει γάλα.
Το πλοίο σε κάνει ναυαγό, όχι το ερημονήσι. *** Η μελαγχολία πάει με τους ποιητές, όπως η σήψη με τις μύγες. *** Ξέπεσε στην αυτοβιογραφία. Αυτό είναι ένα όριο.
Δεν υποπτεύονται πού ακριβώς τελειώνει η έρημος. Ίσως γι' αυτό γεννά ο νους τους πρασινάδες, νερά κελαρυστά, σκιές, οάσεις. Ίσως γι' αυτό επίμονα παραβλέπει το ποτάμι του ιδρώτα, τα ξασπρισμένα κόκαλα.
Εφτά χιλιάδες χρόνια σ' ένα χτύπημα. Έφερε η θάλασσα στα πόδια μου μπροστά Το ίχνος αυτό αρχαίου ανθρώπου Τον πυριτόλιθο που ξέπλυνε το κύμα. Την κίνησή του όμως δεν την ξέπλυνε. Το δάχτυλό μου τώρα ανατρέχει Εφτά χιλιάδες χρόνια σ' ένα χτύπημα.
Γένι αραιό Μαλλί βελόνα Φάτσα ταλαίπωρη Απ' το χειμώνα. Μάτια χωμένα Μέσα σε κόγχες Χέρια αλύγιστα Σα ξιφολόγχες. Αυτιά κλειστά Σε παραγγέλματα Ίδιο κεφάλι Ίδια τα πέλματα. Γλύπτης ο χρόνος Δίχως μοντέλο Με το σφυρί του Και το σκαρπέλο.
Από τα κατηχητικά ως τις επαναστατικές επιτροπές η ίδια πλήξη. Πρόβαρα το κοστούμι του κυνικού. Κάπου με στένευε αλλού μου περίσσευε. Είναι πολλές οι τέχνες που δεν κατέχω. Όπως ας πούμε της μαντικής. Κοιμάσαι από νωρίς μουτζουρώνεις έξι νούμερα που ‘δες ξεσκέπαστος στον ύπνο σου πας μετά και το ρίχνεις. 30/10/2020 Ποιείν
Τι ν' ανοίγουν, είπες, αυτά τα κλειδιά; Σφραγισμένες πόρτες; Για ποια μέρη ακατοίκητα; Ορφανά, αταίριαστα κλειδιά. Και διακόσμησες τον τοίχο σου μ' αυτά. 16/6/2021 Ποιείν
Θέλω να γίνω ποιητής Σ' ανθολογίες περιωπής Να φιγουράρει τ' όνομά μου. Ως υπεράνω κι απαθής Βραβείο να λάβω επιτροπής Στην προσφορά μου. Σε περιοδικό της προκοπής Να γράψει κάποιος τιμητής Για τα στερνά μου. Θέλω να γίνω ποιητής Να συγκινείται η πατρίς Στο άκουσμά μου. Ιούνης '21, Η φωνή μου 2
Mεροκαματιάρης στο χώμα με μια νάιλον ομπρέλα παραμάσχαλα έπαιρνες στο κατόπι τη μεγάλη φαγάνα κι ένα άδειο μπιτόνι για κάθισμα που βρήκες πεταμένο και κάθε πρωί το 'σερνες μαζί σου στα σκαμμένα. Το "πιεστικό χρονοδιάγραμμα" των εργολάβων δεν κατάφερε να σε πτοήσει στο ελάχιστο. Τα γλιτσιασμένα λεφτά τους ουδέποτε σε εξαγόρασαν. Αυτό δεν είναι μία νίκη επί του χρόνου;
Υπέθεσες ένα υποψιασμένο ακροατήριο, μια δήθεν προεξοφλημένη νομοτέλεια, ώστε να μην παραδεχτείς, ως και τα τώρα, την αλήθεια. Αυτή που τόσοι αγνοούν μπροστά στα μάτια τους. Ακροατήριο ουδέποτε υπήρξε μήτε και που αναμένεται, όπως τουλάχιστον εσύ το εννοείς. Λοιπόν, στο εξής, τέρμα οι υποθέσεις.
Κάθε δίκαιος είν' ένας Χριστός είν' ένας Αμνός όπως ταλαιπωρημένος κατασυκοφαντημένος πορεύεται μέσα στον κόσμο. Όπως δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να μεταπείσει τους δικαστές Του τους σταυρωτές Του. Ξέρει προκαταβολικά: Κάποιον Βαραββά γλιτώνει ο όχλος πάντα.
Των δέντρων η απολησμονιά σκέπει, τα φύλλα της πλατιά. Ό,τι νερά τρέχουν εκεί κι οι ίσκιοι τους δροσιστικοί, αδιάφοροι για τους θνητούς, κήπους ποτίζουν μυστικούς.
Ξεθωριασμένες απ' τον ήλιο φωτογραφίες βάσανα φευγάτα με την πρωινή δροσιά πια δεν πατάνε συγγενείς και φίλοι δεν τους πατάνε οι νόμοι της πολιτείας μόνο κανένας σκαφτιάς ροζιασμένος μόνο κανένας παπάς περαστικός.
Το νερό θυμάται. Κατηφορίζει το αρχαίο του μονοπάτι μουγκρίζοντας. Το νερό βιάζεται. Το στρωσε για τη θάλασσα. Τα δέντρα το ξεπροβοδάνε. Λάσπες κλαδιά βότσαλα, δικά του όσα βρει στο διάβα. Να φτάσει θολό ανακατεμένο, να ξεχάσει. 31/3/2021 Στάχτες
Αν η καρδιά λαφρύτερη από φτερό αλήθειας, σ' αφήνει ο Άνουβις και προχωράς. Αλλιώτικα, λίμνη φωτιάς η μοίρα της και τέρας πεινασμένο. Κι έτσι, με φαγωμένη την καρδιά θα τριγυρνά, δεν θα ησυχάζει η ψυχή σου.
Το κοντέρ της μοτοσικλέτας μένει στο μηδέν. Μόλις πιάνω κατηφόρα το χτυπάω με το δάχτυλο όπως ο Τζακ Σπάροου τη χαλασμένη του πυξίδα. Με μια γκαζιά περνάω κλειστά μαγαζιά έρημες πλατείες στέκια της μνήμης. Κάτι παπάκηδες στριμωγμένοι στο φανάρι μαρσάρουν για κόντρα. Γέρνω αγκαλιάζω τη γριά μου και διακτινίζομαι. 5/11/2020 Φτερά Χήνας
Οι μεγάλες οι φουρτούνες είναι για τις οπορτούνες. Καπετάνιους στο γιαλό να σου βρω ένα σωρό. Θέλει ανάλαφρο σκαρί η θαλασσοταραχή. Θέλει "ναι μεν, αλλά δεν" σώβρακα από σατέν. "Αλληλέγγυους στον αγώνα" να σε σφάζουνε στο γόνα. Νομοσχέδια να περνάνε και να τους ψηφίζεις, χάνε.
Τι κι αν μαγείρευες τα νάτσος, δεν ήσουν αρκετά καπάτσος. Τώρα μαζί με τα στιχάκια, κόψε και λίγα κρεμμυδάκια. Βάλε μια σανγκριά να πιούμε, εδώ παρέα ν' αναπολούμε. Σκόρδο για τους κακούς ανθρώπους, τους πλάγιους και καιροσκόπους. Κυρ ποιητά μου, γελασμένε, επαναστάτη κουρντισμένε! Όταν κλωτσάς σαν το μουλάρι, τότε ο Χάρος όποιον πάρει. Βάλε μια σανγκριά να πιούμε, εδώ για να φιλοσοφούμε.. Τώρα μαζί με τα στιχάκια, κάρβουνο και τα κρεμμυδάκια..
Τα αντισηπτικά δεν φτάνουν.. βάλθηκαν να μας ξεκάνουν, έχουμε αντιικά μα κι αυτά κάνουν δουλειά; Ποιος το ξέρει, άπλυτο χέρι, φτέρνισμα ή βηχαλάκι (τι αν σε λένε Μαρινάκη;), σου τον μπάζουν στο τσαρδάκι.. Εγώ, πράσινο σαπούνι κι ηθικό σαν του Γκουσγκούνη, με πετρέλαιο εντριβές και βεντούζες τις κόφτες.. Μασουλάω τρεις σκελίδες, καυτερές δυο αγουρίδες, τσίπουρο με το κιλό, κι αν θες κόπιασε από δω..
Εκεί που σέρφαρα πιο πριν και έκανα σκρολ-ντάουν φωτογραφίες ψάχνοντας να βάλω στο μπαγκράουντ τσουπ και πετάγεται μπροστά σαν πράσινη ακρίδα σαν χορηγούμενη πορδή ποιητική σελίδα.. Λίγο πιο κάτω θέλανε τα κόλπα να μου μάθουν πετυχημένοι συγγραφείς και φαρισαίοι-γραμματείς πώς να σταυρώνω τον καλό και τίμιο αναγνώστη πώς συγγραφέας να γινώ μ' αγαπησιάρικο κοινό στις λίστες κάποτε να μπω κι εγώ του Αναγνώστη.. Όμως κάπου βαρέθηκα η μέρα είναι ωραία! -- χτυπάω τώρα έναν φραπέ κι ες αύριον τα σπουδαία.. 4/4/2021 Στιγμές
Το σύμπαν πήρε πίσω τη φωτιά του. Τι γίναν οι άνθρωποι; Ποιος ψάχνει ψύλλους στον αχυρώνα. Θα φαγώθηκαν ασφαλώς σαν τα σκυλιά. Καιρό πριν τους πνίξουν οι θάλασσες. Ίσως πολύ προτού τους κάψει ο ήλιος. Μα να που η τράπουλα ανακατεύεται. Το σύμπαν πήρε πίσω τη φωτιά. Κι ένα άλλο σύμπαν ήδη ετοιμάζεται.
Μικρό χελιδονάκι Κουτσουρεμένη ουρά Στο διπλανό κλαδάκι Κρατάει μου συντροφιά. Άφοβο, σοβαρό Ίδιο ψυχή ανθρώπου Πούθε, με τι καιρό Δω, στην ερμιά του τόπου;
Σκύλε, τ' αφεντικά σε ξέχασαν κλεισμένο. Σκύλε, τ' αφεντικά σου είχαν έμπνευση. Κόσμος σου η περίφραξη βλέμμα τα σύρματα προέκταση η αλυσίδα. Αν υπάρχει Θεός δίκαιο κριτή σε ετοιμάζει για το επέκεινα.
Το τραγούδι έλεγε για τον ήλιο. Κάποιος ξεκίνησε να τον συναντήσει. Βάδιζε προς τα ψηλώματα μ' ένα κουπί στο χέρι. Θα το έμπηγε εκεί όπου κανείς δε μάντευε τη χρησιμότητά του. Μα ήταν πολύς ο δρόμος. Μακρύς και κακοτράχαλος. Κι όσο ανέβαινε τόσο ξανοίγονταν άλλες κορφές. Κι άλλες ψηλότερες κορφές πίσω από κείνες. Όχι μόνον αυτό, αλλά και κανέναν δεν αντάμωσε. Πήρε πια να νυχτώνει βουβό σκοτάδι. Σταμάτησε, έμπηξε γερά το κουπί. Έβγαλε μιαν αξίνα κι άρχισε να σκάβει τον τάφο του. 1/3/2021 Μονόκλ
Σιωπή του κρύου στην ανηφόρα. Προχωράς και βλέπεις το χνώτο σου, ακφουγκράζεσαι την αντλία της καρδιάς σου. Και στ' αυτιά σου ένα βουητό. Ξέχνα το μάλλινο παλτό. Αν δεν θυσιάσεις λίγη άνεση, δεν μπαίνεις στην παγωμένη επικράτεια της ποίησης. 1/3/2021 Μονόκλ
Σαμάνε, πε τα λόγια σου και κάνε το χορό σου, πέρα να φύγει το κακό, μακριά απ' το χωριό σου. Σαμάνε, στο μεθύσι σου, στην άχρονη έκστασή σου, χαιρέτα μου τα πνεύματα της ξακουστής φυλής σου. Σαμάνε, βράσε βότανο να πιει τον πυρετό μου, μακάριος να ονειρευτώ το πατρογονικό μου.
Μ' ένα κλικ παίρνεις τρίμηνη παράταση. Παράταση επάνω στην παράταση γυρνάν οι εποχές -- υποσημειώσεις τυπικές, ενώ το μήνυμα θα έπρεπε κανονικά να λέει: "Κύριε, η επιμονή σας μας κάνει ισχυρή εντύπωση. Διαθέτουμε όμως επιχειρήματα, ώστε να σας μεταπείσουμε τελειωτικά. Η υπηρεσία μας μεριμνώντας... κλπ. κλπ. Στη διάθεσή σας"
“Χαμένος για χαμένος” είπε, κι έξαφνα φωτίστηκαν τα χαρακτηριστικά του συνοφρυωμένου του προσώπου. Ολόκληρο ή μισό, για παράδεισο ή για κόλαση –το ίδιο τόπι. Κι ακόμα παίζεται.. Eπτά Ποιήματα 20/12/20 Οι Ποιητές που αγάπησα