οι όμορφες πουτάνες
Δεν περιμένω σύνταξη, δεν περιμένω τάφο. Ένα μολύβι και χαρτί, κι αφήστε με να γράφω. Μεγάλωσε η μύτη μου και μίκρυναν τα μάτια, περήφανα γίναν τ' αυτιά και άμμος τα παλάτια. Μεγάλωσε και η κοιλιά, σουλούπι γερασμένο. Με κόπο την ανηφοριά αργά την ανεβαίνω. Πρηστήκανε τα πόδια μου, η μέση κατεστράφη, όλα τα ωραία ιδανικά, οι αγώνες πήγαν στράφι. Ο χρόνος δε με γέρασε, οι έγνοιες οι ρουφιάνες. Πάει η ζωή, προσπέρασε, οι όμορφες πουτάνες.