Αναρτήσεις

λησμονημένα

Γύρισα όλο το κέντρο. Μέτρησα τα κλειστά μαγαζιά. Τις μπαγιάτικες προεκλογικές αφίσες. Είχε τόση ζέστη και υγρασία. Δεν κουνιόταν φύλλο. Τα αδέσποτα σκυλιά είχαν κουρνιάσει στις εισόδους των πολυκατοικιών, με τις γλώσσες κρεμασμένες, ακίνητα. Λαχανιασμένος, ιδρωμένος, χωρίς αναπνοή, κάθισα απέναντι  από το γκρεμισμένο ανάκτορο. Κάτι Γιαπωνέζοι έβγαζαν φωτογραφίες. Δεκάδες αυτόματα κλικ. Ήθελα να τους πω πως το μόνο ζωντανό κομμάτι στις φωτογραφίες τους είναι αυτές οι γάτες των ερειπίων. Γιατί ήρθαν εδώ; Τι τάχα θα προλάβουν να δουν από αυτήν την πόλη; Τόσα χρόνια την έζησα και δεν γνώρισα παρά κάποια αόριστη προοπτική της. Ανύποπτοι περιδιαβαίνουμε πάνω από τους θαμμένους αιώνες. Και τα σπίτια των ποιητών ρημάζουν λησμονημένα. 10/7/2024 Στιγμές

τα πρωινά

Τα πρωινά των σκοτωμένων ωρών πού ονομάζονται "παραγωγικές", τα πρωινά των υποκριτικών συμβιβασμών για ένα μεροκάματο του κώλου, ευγνωμονείς τον Θεό γι' αυτά τα μακρά διαστήματα ανεργίας. Τότε μαζεύεις το ακατέργαστο υλικό σου βοτσαλάκι - βοτσαλάκι, για να χτίσεις κάποτε μια ονειρεμένη ψαροκαλύβα στην έρημη ακροθαλασσιά. 18/3/2024 Στάχτες

τα κύματα

Πού και πού και κανένα «ποίημα», μα εσύ ξέρεις πως έπαψα να μιλώ τη γλώσσα των ανθρώπων. Μονάχα ακούω τα κύματα, καθώς έρχονται αφρισμένα και σπάνε στο τσιμέντο της παραλίας.

ατέλειωτο

Πόσο σε ευγνωμονώ, ποίημα πού δεν χρειάζεσαι συντήρηση. Πόσο βολικό που δεν χρειάζεσαι αποθήκες ή εκθεσιακές επιφάνειες. Πόσο λυτρωτικό που μόνο σου πορεύεσαι, ακατάτακτο. Πόσο θαυμάζω την ανεξαρτησία σου και την αυθάδειά σου, σαν καταργείς τον δημιουργό σου. Ίσως γι' αυτό σε άφησε ατέλειωτο.

οι προτομές

Μιλώ στις προτομές του πάρκου. Έχουν ξεχάσει τίτλους και ιδιότητες. Τις βασανίζει η ακινησία. Τις πληγώνει θανάσιμη ακαμψία. Κι αυτά τ' αναθεματισμένα πτηνά που δεν σέβονται τίποτα. Κι αυτές οι χυμώδεις κοπέλες που περνούν από μπροστά. "Πήγαινέ μας μια βόλτα", με παρακαλούν. "Μόνο ξεκόλλα μας από δω, στο Θεό που πιστεύεις! Και να σε βρουν, άνθρωπε, χίλια καλά" Αυτό προσπαθώ να εξηγήσω τόση ώρα στον αστυφύλακα που με συνέλαβε.

η εφημερίδα

Ένας που μιλάει μόνος του την ώρα που κατηφορίζω προς το κέντρο της πόλης εκνευρίζεται επειδή έχω διπλωμένη στη μασχάλη μια εφημερίδα. Καγχάζει κουνάει τα χέρια του νευρικά κινείται προς το μέρος μου απειλητικά βρίζει αυτούς που βγάζουν τις εφημερίδες βρίζει αυτούς που τις αγοράζουν. Περνάω από δίπλα του του χαμογελώ. "Έχεις δίκιο" του λέω. "Να, πάρ' την" και συνεχίζω να περπατάω στο φαρδύ πεζοδρόμιο.

ο πραματευτής

Τον πάγκο του δεν τον πλησίαζαν. Αυτός εκεί, αράδιαζε κάθε πρωί τη σκονισμένη πραμάτεια του: Πουλούσε αναμνήσεις.. "Ποιος νοιάζεται" έλεγαν και ξανάλεγαν "για ξένες αναμνήσεις! Κι αυτός, ο χριστιανός.." "Εδώ παλεύουμε να ξεφορτωθούμε τις δικές μας". "Άλλωστε, αυτές είναι πια τόσο κιτρινισμένες και καχεκτικές. Σχεδόν νεκρές. Δεν έχουν καμία πρακτική χρησιμότητα".

Φλεβάρης '23

Φλεβάρης '23
κλικ στην εικόνα

διαβάζεται και online (κλικ στην εικόνα)