χειμέριο κύμα
Όλοι είχαν φύγει πια. Ξεχειμώνιαζαν στην πόλη. Όταν αποχωρούσε κι ο τελευταίος, έσκαγε μύτη ο Φίλιππος. Ο Φίλιππος απεχθανόταν το καλοκαιρινό πλήθος των παραθεριστών. Βρώμιζαν την παραλία, μόλυναν τη θάλασσα και τον αέρα. Οι ρύποι τους εξαπλώνονταν σε ομόκεντρους κύκλους. Μα, όταν ερχόταν το φθινόπωρο και το μέρος ερήμωνε, η φύση προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της. Και τα κατάφερνε θεαματικά, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της άνοιξης, οπότε ο κύκλος επαναλαμβανόταν. Παρέα του Φίλιππου ήταν τα αδέσποτα. Ένα τσούρμο σκυλιών όλων των αποχρώσεων και των μεγεθών, γινόταν η ουρά του το χειμώνα. Παρατημένα από τους ιδιοκτήτες τους, θεονήστικα κι αποσκελετωμένα, τον έβλεπαν ως επί Γης σωτήρα. Κι αυτός χαιρόταν να τα χαϊδεύει, να τα κανακεύει. Μπορούσε ακόμα να τους δίνει το φαΐ του κι ο ίδιος να μένει νηστικός. Έτσι κι αλλιώς στεγνός, την έβγαζε σπαρτιάτικα, κατασταλαγμένος χρόνια σε μια διαπίστωση: Τα δίποδα είναι αχάριστα ζώα. Καμία σχέση με τα τετράποδα. Εκείνα ξέρουν να ανταποδίδουν τ...