Τα πρωινά των σκοτωμένων ωρών πού ονομάζονται "παραγωγικές", τα πρωινά των υποκριτικών συμβιβασμών για ένα μεροκάματο του κώλου, ευγνωμονείς τον Θεό γι' αυτά τα μακρά διαστήματα ανεργίας. Τότε μαζεύεις το ακατέργαστο υλικό σου βοτσαλάκι - βοτσαλάκι, για να χτίσεις κάποτε μια ονειρεμένη ψαροκαλύβα στην έρημη ακροθαλασσιά. 18/3/2024 Στάχτες
Πού και πού και κανένα «ποίημα», μα εσύ ξέρεις πως έπαψα να μιλώ τη γλώσσα των ανθρώπων. Μονάχα ακούω τα κύματα, καθώς έρχονται αφρισμένα και σπάνε στο τσιμέντο της παραλίας.
Γένι αραιό Μαλλί βελόνα Φάτσα ταλαίπωρη Απ' το χειμώνα. Μάτια χωμένα Μέσα σε κόγχες Χέρια αλύγιστα Σα ξιφολόγχες. Αυτιά κλειστά Σε παραγγέλματα Ίδιο κεφάλι Ίδια τα πέλματα. Γλύπτης ο χρόνος Δίχως μοντέλο Με το σφυρί του Και το σκαρπέλο.
Γύρισα όλο το κέντρο. Μέτρησα τα κλειστά μαγαζιά. Τις μπαγιάτικες προεκλογικές αφίσες. Είχε τόση ζέστη και υγρασία. Δεν κουνιόταν φύλλο. Τα αδέσποτα σκυλιά είχαν κουρνιάσει στις εισόδους των πολυκατοικιών, με τις γλώσσες κρεμασμένες, ακίνητα. Λαχανιασμένος, ιδρωμένος, χωρίς αναπνοή, κάθισα απέναντι από το γκρεμισμένο ανάκτορο. Κάτι Γιαπωνέζοι έβγαζαν φωτογραφίες. Δεκάδες αυτόματα κλικ. Ήθελα να τους πω πως το μόνο ζωντανό κομμάτι στις φωτογραφίες τους είναι αυτές οι γάτες των ερειπίων. Γιατί ήρθαν εδώ; Τι τάχα θα προλάβουν να δουν από αυτήν την πόλη; Τόσα χρόνια την έζησα και δεν γνώρισα παρά κάποια αόριστη προοπτική της. Ανύποπτοι περιδιαβαίνουμε πάνω από τους θαμμένους αιώνες. Και τα σπίτια των ποιητών ρημάζουν λησμονημένα. 10/7/2024 Στιγμές
Nα σε κρατήσουν λίγο ακόμη τα μάτια μου, πριν σηκωθείς απ' το τραπέζι. Πόσον καιρό είχα να πιω έναν καφέ της προκοπής. Λες: "δες το χρώμα της θάλασσας" Συγκατανεύω: "σαν ένα με τον ουρανό"